πρωκτοσκόπιο

πρωκτοσκόπιο
το, Ν
ιατρ. όργανο κατάλληλο για την ενδοσκοπική εξέταση τού πρωκτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proctoscope < πρωκτός + -σκόπιο (< -σκόπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωκτοσκόπηση — η, Ν ιατρ. η ενδοσκοπική εξέταση τού πρωκτού με ειδικό όργανο, το πρωκτοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proctoscopy (< πρωκτός + σκοπώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”